- πιτσούνι
- το птенец голубя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πιτσούνι — το, θηλ. πιτσούνα, Ν 1. μικρό περιστέρι, νεοσσός περιστεριού 2. το θηλ. η πιτσούνα (ως θωπευτική προσφώνηση) α) όμορφο κοριτσόπουλο ή παχουλό κορίτσι β) θηλυκό μωρό 3. στον πληθ. τα πιτσούνια είδος παιδικού παιχνιδιού το πέταγμα πεταλίδων στην… … Dictionary of Greek
πιτσούνι — το (λ. ιταλ.) 1. ο νεοσσός του περιστεριού. 2. το εξαιρετικά όμορφο μικρό κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιστεριδέας — ο / περιστεριδεύς, έως, ΝΜΑ νεοσσός περιστεριού, περιστεράκι, πιτσούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αλεκτορ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
πιπίνι — το, Ν 1. ο νεοσσός τού περιστεριού, πιτσούνι 2. η γλωσσίδα ορισμένων πνευστών μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπίζω (Ι) + κατάλ. νι] … Dictionary of Greek
πιπίνι — το ο νεοσσός του περιστεριού, αλλιώς πιτσούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)